- φιλοπόλεμος
- -η, -ο / φιλοπόλεμος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλοπτόλεμος Ααυτός που αγαπά τον πόλεμο, που τού αρέσει ο πόλεμος, πολεμοχαρήςνεοελλ.αυτός που είναι υπέρ τού πολέμου («οι φιλοπόλεμοι κύκλοι μπορεί να εξωθήσουν σε περιπέτειες τον κόσμο»)αρχ.1. (με αρνητική σημ.) φίλερις, καβγατζής2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόλεμονη αγάπη για τον πόλεμο.επίρρ...φιλοπολέμως Αμε πολεμική διάθεση («οὕτω δὲ φιλοπολέμως καὶ φιλοκινδύνως διετέθησαν», Ισοκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. φυγο-πόλεμος)].
Dictionary of Greek. 2013.